- λυονετία
- ηζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας lyonetiidae, που περιλαμβάνει πεταλούδες φαιού συνήθως χρώματος με μεταλλικές ανταύγειες και με κηλίδες διαφόρων αποχρώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγλλ. lyonetia, από το όν. τού P. Lyonet, Γερμανού εντομολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.